έκρους

έκρους
ἔκρους (-οος), ο (Α)
1. (για ποταμούς) εκροή, εκβολή
2. έκκριση
3. διέξοδος, άνοιγμα για να φεύγουν τα νερά
4. μέσο διαρροής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἔκρους — ἔκροος outflow masc acc pl (attic) ἔκροος outflow masc nom sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκροή — η (AM ἐκροή) έκρυση, εκβολή, απομάκρυνση («εκροή τών νερών τής βροχής») αρχ. 1. άνοιγμα για εκροή υγρών, διέξοδος 2. συνεκδ. τα μέρη τού σώματος απ όπου γίνονται εκρύσεις (βλ. και έκρους) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”